τουλούμπα

τουλούμπα
η
1) водокачка; насос, помпа; 2) «тулумба» (вид сладости в сиропе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τουλούμπα" в других словарях:

  • τουλούμπα — η, Ν 1. (παλ. τ.) αντλία, τρόμπα 2. ονομασία γλυκού με σιρόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulumba < ιταλ. tromba) …   Dictionary of Greek

  • τουλούμπα — η (λ. τουρκ.) 1. αντλία, τρόμπα. 2. είδος γλυκίσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουλουμπάκι — το, Ν [τουλούμπα] γλυκό τουλούμπα μικρού σχήματος …   Dictionary of Greek

  • τουλουμπατζής — ο, Ν (παλ. τ.) 1. χειριστής αντλίας 2. πυροσβέστης 3. ζαχαροπλάστης που παρασκευάζει ή που πουλάει γλυκά τουλούμπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμπα + κατάλ. τζής* (πρβλ. παλια τζής)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»